Wednesday, August 31, 2005

Σκατα και ρακομελα

Tον τελευταιο καιρο οτι πιανω γινεται σκατα. Προχτες ομως παρα τα σκατα , εκατσε μια νυχτα απ’αυτες που δεν τελειωνουν ποτε.Ξαπλωσαμε και οι τρεις κατω απο μια κουβερτα στην ταρατσα και χαζευαμε τ'αστερια ακουγοντας Αir και το ‘Drinking Songs’ του Matt Eliott. Δεν θυμαμαι καν τι λεγαμε- σχεσεις , θαψιματα,ηλιθιοτητες. Εκανε κρυο -μενει στην Πεντελη-βουιζε ο αερας και μες στο μεθυσι μας ριχναμε ποτα , κωλοχαρτα και κερια δεξια και αριστερα. Ροδιζε ο ουρανος και κοιταζαμε τα συννεφα - το ενα εμοιαζε με ενα δρακο, με σκυλο, με μια πιπα ...Ο Σ. μουγγριζε στον υπνο του και τιναζοταν, ενω η κτηνιατρος απο διπλα μιλαγε, μιλαγε, μιλαγε. Τοσο μικρη , τοσο τριανταφυλλενια και τοσο σοβαρη. Αισθανθηκα σαν μια γερασμενη τσατσα -ηταν πως να το πω ρε παιδι μου- earnest. Με δυο πελωριες κοτσιδες ,τετραγωνα γυαλια ,και ενα μαυρο κοντο φορεμα -εμοιαζε με raver απο εντιτοριαλ μοδας του 01. Κοκκινιζε καθε φορα που της λεγαμε ποσο ομορφη ηταν. Το πρωι ξυπνησαμε απο τους εργατες της διπλανης οικοδομης που μιλουσαν σε μια ακαταληπτη γλωσσα. Πευκοβελονες παντου.

Tην επομενη ειδα φιλους που ’χα να δω κατι αιωνες-καποιοι ηταν φανταροι, ενας αλλος δουλευει στο Νταλλας (ναι, υπαρχει ανθρωπος που ζει στο Νταλλας) και ηπιαμε ρακομελα , πολλα ρακομελα στην Ψυρα. Γελουσα δυνατα και τιναζα τα μαλλια μου. Ηταν εκει και δεν ηταν εκει. Και χτες το βραδυ ξενυχτησα ζωγραφιζοντας σ΄ εκεινο το τετραδιο που μου 'χε δωσει οταν με αγαπουσε ακομα-και τα ζωγραφισα ολα ασπρομαυρα. (Eχω αφησει τις μπογιες μου και τα πινελα μες στις κουτες της μετακομισης). Σκεφτομουν τι θα του λεγα αν ηταν μπροστα μου εκεινη τη στιγμη. Και μετα με πιασανε τα γελια και στο καπακι βουρκωσα οταν σκεφτηκα πως η καινουργια του γκομενα εχει το ποιητικοτατο ονομα Κατερινα Μπακαλη. Κι oμως ξερω πως κι απ’τα σκατα κατι καλο θα βγει .